Με το ν. 3994/2011 “Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις”, με τον οποίο τροποποιείται ο ΚΠολΔ εισάγονται, μεταξύ άλλων, για πρώτη φορά ρυθμίσεις για την ηλεκτρονική διεξαγωγή της δίκης στην πολιτική δίκη. Ο ΚΠολΔ έτσι ακολουθεί το πρότυπο άλλων, αλλοδαπών νομοθεσιών όπως η γερμανική που καθιστούν δυνατή την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορικής.
Ειδικότερα, θεμελιακή είναι η διάταξη του άρθρου 119 παρ. 4 ΚΠολΔ που ορίζει τα εξής:
Τα δικόγραφα είναι δυνατόν να υποβάλλονται και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 150/2001 (Α΄ 125). Το δικόγραφο που έχει υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη, που θα φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την άνω έννοια και θα περιέχει και την έκθεση κατάθεσης.
Πιο ειδικά, η δυνατότητα ηλεκτρονικής κατάθεσης προβλέπεται και στο άρθρο 21 παρ. 1 ΚΠολΔ που μεταξύ άλλων προβλέπει ότι “Η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 119”, καθώς και ότι “Στη γραμματεία κάθε δικαστηρίου τηρείται και ηλεκτρονικό αρχείο αγωγών”.
Πέρα από την ηλεκτρονική κατάθεση της αγωγής γίνεται δυνατή και η ηλεκτρονική επίδοσή της. Το άρθρο 122 παρ. 5 ΚΠολΔ προβλέπει ότι: “Τα δικόγραφα είναι δυνατόν να επιδίδονται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 150/2001. Το δικόγραφο που έχει επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι επιδόθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από τον παραλήπτη ηλεκτρονική απόδειξη, που θα φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την άνω έννοια και θα ισχύει ως έκθεση επίδοσης.
Προϋπόθεση έτσι για το υποστατό των διαδικαστικών πράξεων που διενεργούνται με ηλεκτρονικά μέσα είναι η χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Σύμφωνα με το άρθρο 2 αριθ. 2 π.δ. 150/2001, προηγμένη είναι ηλεκτρονική υπογραφή που πληροί τους εξής όρους: α) συνδέεται µονοσήµαντα µε τον υπογράφοντα, β) είναι ικανή να καθορίσει ειδικά και αποκλειστικά την ταυτότητα του υπογράφοντος, γ) δηµιουργείται µε µέσα τα οποία ο υπογράφων µπορεί να διατηρήσει υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο και δ) συνδέεται µε τα δεδοµένα στα οποία αναφέρεται κατά τρόπο, ώστε να µπορεί να εντοπισθεί οποιαδήποτε µεταγενέστερη αλλοίωση των εν λόγω δεδομένων.
Σύμφωνα με τον ορισμό της προηγμένης ηλ. υπογραφής που καθιερώνεται στην παραπάνω διάταξη, η μόνη τεχνολογία ηλ. υπογραφής που πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου είναι η ψηφιακή υπογραφή, δηλ. εκείνη η ηλ. υπογραφή που χρησιμοποιεί ασύμμετρη κρυπτογραφία (βλ. Ιγγλεζάκη, Οι νομικές ρυθμίσεις για τις ψηφιακές υπογραφές. Η οδηγία 1999/93/ΕΚ και οι εθνικές νομοθεσίες, Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου, 2000, σελ. 619 επ., ο ίδιος, Δίκαιο της πληροφορικής, εκδ. Σάκκουλα 2008, αριθ. περιθ. 538 και επ.).
Περαιτέρω, με την παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. π.δ. 150/2001 γίνεται σαφές ότι πέρα από την προηγμένη ηλ. υπογραφή θα πρέπει για να είναι έγκυρη η διαδικαστική πράξη να έχει δημιουργεί από ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφής και να βασίζεται σε αναγνωρισμένο πιστοποιητικό.
Συνακόλουθα, θα πρέπει οι χρήστες του συστήματος όπως περιγράφεται στο νόμο να κάνουν χρήση υπηρεσιών πιστοποίησης ηλ. υπογραφής και μάλιστα των παρόχων που είναι εγγεγραμμένοι στην ΕΕΤΤ.
Ακόμα, προβλέπεται στο νόμο η εισαγωγή νέων μέσων (multimedia) κατά τη συζήτηση των υποθέσεων από τα δικαστήρια. Συγκεκριμένα, το άρθρο 270 παρ. 7 ΚΠολΔ προβλέπει ότι: “Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να αποφασίσει οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους κατά τη διάρκεια της συζήτησης να παρίστανται σε άλλο τόπο και να ενεργούν εκεί διαδικαστικές πράξεις. Η συζήτηση αυτή μεταδίδεται ταυτόχρονα με ήχο και εικόνα στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και στον τόπο, όπου παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους”.
Παρόμοια ισχύουν και για την εξέταση μαρτύρων και πραγματογνωμόνων. Η παρ. 8 του παραπάνω άρθρου ορίζει ότι:
Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να αποφασίσει την εξέταση μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων χωρίς αυτοί να παρίστανται στην αίθουσα συνεδρίασής του, η δε σχετική απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Η εξέταση μεταδίδεται ταυτόχρονα με ήχο και εικόνα στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και στον τόπο εξέτασης των μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων. Η εξέταση αυτή, η οποία θεωρείται ότι διεξάγεται ενώπιον του δικαστηρίου, έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ με την εξέταση στο ακροατήριο.»
Για να ισχύσουν οι παραπάνω διατάξεις προβλέπεται στο άρθρο 72 του νόμου η έκδοση προεδρικού διατάγματος, με το οποίο θα ορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται και θα αποδεικνύεται η με ηλεκτρονικά μέσα κατάθεση της αγωγής, η με ηλεκτρονικά μέσα σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης της αγωγής και η τήρηση του ηλεκτρονικού αρχείου αγωγών. Παρόμοια ισχύουν και για τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 270 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας οι λεπτομέρειες εφαρμογής της και ειδικότερα η διεξαγωγή της συζήτησης και η εξέταση προσώπων από το δικαστήριο με τεχνολογικά μέσα, όταν τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται εκτός της αίθουσας του δικαστηρίου και σε άλλο τόπο. Αναμένεται επίσης η έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την οποία θα προσδιορίζεται ειδικότερα ο τρόπος καταβολής και είσπραξης τελών και ενσήμων για τα δικόγραφα που κατατίθενται και επιδίδονται ηλεκτρονικά.
Ακόμα, αναθεωρείται το δίκαιο της απόδειξης και επαναδιατυπώνεται η διάταξη του άρθρου 444 παρ. 2, η οποία μπορούμε να πούμε ότι αφορά το λεγόμενο “ηλεκτρονικό έγγραφο”, που στο ελληνικό δίκαιο νοείται ως μηχανική απεικόνιση.
Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι: “Μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία”.
Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 13 περ. γ΄ εδαφ. β΄ ΠΚ και η σημασία της είναι πρόδηλη, αφού καθιερώνει ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη το ηλεκτρονικό έγγραφο, όταν αυτό συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για να θεωρηθεί μηχανική απεικόνιση.
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι δεν τίθεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη ηλεκτρονικής ή προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής για την αποδεικτική ισχύ ενός εγγράφου, όπως σε άλλα δίκαια. Αυτό ίσως δημιουργήσει προβλήματα στην πράξη, διότι ελλείπει ένας μηχανισμός που να εγγυάται την μη αλλοίωση του περιεχομένου ενός ηλεκτρονικού εγγράφου και θα απαιτείται ασφαλώς η συνδρομή πραγματογνωμόνων σε περίπτωση όπου αμφισβητείται η γνησιότητα μιας μηχανικής απεικόνισης (κατ’ ανταπόδειξη).
Πηγή δημοσίευσης: informatics-and-law.blogspot.com